σίκλου

σίκλου
σίγλος
shekel
masc gen sg
σίκλος
shekel
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”